- είσπλους
- ο (AM εἴσπλους, Α και εἴσπλοος)1. είσοδος πλοίων σε λιμάνι2. το στόμιο λιμένος («μὴ στενόν τινα ἔχων εἴσπλουν»)αρχ.το δικαίωμα είσπλου, εισόδου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εἴσπλους — εἴσπλοος sailing in masc acc pl (attic) εἴσπλοος sailing in masc nom sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχυπόρος — ον (Α) 1. (για πτηνά) όποιος διαγράφει σύντομη τροχιά 2. φρ. «βραχυπόρος εἴσπλους» με στενό πέρασμα ή στενή είσοδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύς + πόρος < πόρος «πέρασμα»] … Dictionary of Greek
εντράδα — η (Μ ἐντράδα και ἰνδράδα και ἰντράδα και ἰτράδα και νιντράδα και νιτράδα) [ιταλ. entrata] νεοελλ. 1. φαγητό που παρασκευάζεται με κρέας και λαχανικά 2. ναυτ. είσπλους μσν. εισόδημα, σοδειά … Dictionary of Greek
λιμενόφραγμα — το κινητό πλωτό ζεύγ μα από σχεδίες ή κορμούς δένδρων ή άλλα πλωτά μέσα με το οποίο φράσσεται το λιμάνι και εμποδίζεται ο είσπλους … Dictionary of Greek